- σουρικάτα
- η, Νζωολ. γένος λεπτόσωμων σκαπτικών σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας βιβερρίδες, με μοναδικό είδος το Suricata suricata που απαντά στις ξηρές ημιερημικές περιοχές τής Αφρικής, σε υπόγειες στοές, όπου και διανυκτερεύει.
Dictionary of Greek. 2013.